ακριδοπαθής

ακριδοπαθής
ης, ες, ακριδόπληκτος, ος , ον пострадавший от саранчи

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ακριδοπαθής" в других словарях:

  • ακριδοπαθής — ές 1. αυτός που έπαθε καταστροφή από ακρίδες 2. γεωργός τού οποίου η συγκομιδή καταστράφηκε από επιδρομή ακρίδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρίδα + παθής < ἔπαθον, πάσχω] …   Dictionary of Greek

  • ακριδοπαθής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που έπαθε καταστροφές από την επιδρομή ακριδών: Η κυβέρνηση θα βοηθήσει τους ακριδοπαθείς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακρίδα — Κοινή ονομασία εντόμων που ανήκουν στις υποτάξεις των ξιφοφόρων και των κοιλοφόρων. Διακρίνονται εύκολα μεταξύ τους γιατί τα πρώτα έχουν πολύ μακριές και νηματοειδείς κεραίες, ενώ τα δεύτερα κοντόχοντρες· επιπλέον τα ξιφοφόρα έχουν μακρύ… …   Dictionary of Greek

  • ακριδόπληκτος — ο ο ακριδοπαθής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρίδα + πληκτος < πλήττω] …   Dictionary of Greek

  • ακριδόπληκτος — η, ο ακριδοπαθής (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»